Sunshine Orbit

Sunday, September 16, 2007

Κεφάλαιο 8

Κεφάλαιο 8

«Τι ‘ναι δω; Που είναι οι φαν μου;» αναρωτήθηκε ο Κανονάκης.
«Εδώ, ταλεντάρα μας ευφυέστατη εσύ, είναι ο Κάτω κόσμος. Και καλά θα κάνουμε να βρούμε κάποιον γρήγορα να μάθουμε που είναι η πριγκίπισσα, να ξεμπερδεύουμε με δάυτους, απάντησε η Βάμπυ.
«Πάμε προς το φως» πρότεινε ο Ντάμιεν, αναπολώντας την αγαπημένη του μαρουλοεκπομπή «Φως στο τούνελ».
Πράγματι, στο βάθος διακρινόταν ένα φως και μια κομψότατη σιλουέτα ζόμπι με σκισμένες σάρκες αρμένιζε αγέρωχη.
Ο Ντάμιεν πλησίαζε ολοένα και περισσότερο στο τρομακτικό ζόμπι, μέχρι που αυτό αντιλήφθηκε τους φίλους μας. Γύρισε απότομα και τους κοίταξε με ένα μοχθηρό και πεινασμένο (για αίμα) βλέμμα. Τότε ο Ντάμιεν αντιλήφθηκε ότι θα έπρεπε να είχε κόψει την πολλή τηλεόραση, ώστε να μην βρισκόταν τώρα σ' αυτή τη δύσκολη θέση.
«ΤΡΕΞΤΕΕΕ!», φώναξε η Βάμπυ, κι οι άλλοι δύο ακολούθησαν αμέσως την εντολή της.
Άρχισαν να τρέχουν μέσα στα αχανή και τρομακτικά τούνελ του κάτω κόσμου, μέχρι τελικά να βγουν σε κάτι που έμοιαζε με κοιλάδα. Ο Ντάμιεν αποφάσισε να κρυφτεί πίσω από μια συστάδα θάμνων, κι οι υπόλοιποι έκαναν το ίδιο με αυτόν.
Τελικά, το ζόμπι φάνηκε να έχασε τα ίχνη τους (τα πλάσματα του κάτω κόσμου δεν φημίζονται για την εξυπνάδα τους...), κι έτσι η Βάμπυ ένιωσε ελεύθερη να κοιτάξει ήρεμη το τοπίο. Τότε, αντίκρισε ένα περιτειχισμένο χωριό, περίπου δυο χιλιόμετρα μακριά τους.
Αφού τελείωσαν λοιπόν τη διαδρομή (η οποία σημειωτέων περιείχε άφθονα βρισίδια προς τον γενναίο Ντάμιεν), μπήκαν στο χωριουδάκι, το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει σκηνικό για καλό θριλεράκι. Ο Κανονάκης, ανυπομονώντας να χαρίσει σε όλους την φωνή του, ετοιμάστηκε να τραγουδήσει, αλλά η Βάμπυ του βούλωσε το στόμα έγκαιρα με τα υπολείμματα των μαρουλοεφοδίων που είχαν.
Αποφάσισαν ότι σοφό θα ήταν να κρυφτούν και μπήκαν σε μια φαινομενικά εγκαταλελειμμένη καλύβα, μέχρι να βρουν να τρόπο να μάθουν για την πριγκίπισσα χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Στο σπιτάκι βρήκαν και τα απαραίτητα (μουχλιασμένα μεν, θρεπτικά δε) τρόφιμα . Που να ήξεραν όμως ότι πέτυχαν στην καλύβα την Πορσελαντολούλας (ή Λούλας για τους φίλους, παρόλο που οι τελευταία δεν ήταν και πολλοί) της συγχωρεμένης γιαγιάς της Φράτζιλ;
"Ποιοι είστε εσείς;", ρώτησε εκείνη, τρομάζοντας όλους τους άλλους.
"Εσύ ποια είσαι;", βροντοφώναξε ο Ντάμιεν κάνοντας τη χαρακτηριστική κίνηση καράτε για να είναι σε ετοιμότητα.
"Εγώ είμαι η Λούλα, απο Πορσελαντολούλα. Χμ... Βλέπω ότι έρχεστε από τον πάνω κόσμο! Μήπως μας φέρνετε κάποιο καυτό γκόσιπ από εκεί πάνω;"
"Ναι. Αλλά για να σου το πούμε θα πρέπει να μας υποσχεθείς ότι θα μας φυγαδεύσεις με ασφάλεια από εδώ, και θα μας πεις που βρίσκεται η πριγκίπισσα Κλημεντίνη."
"Α γι αυτή τη στρίντζω λες; Είναι στις φυλακές της τρομερής Μπέλατριξ! Έχω ακούσει ότι την κρατάνε φυλακισμένη με ένα ρεμάλι του υπόκοσμου."
"Ξέρετε πως θα πάμε στις φυλακές;"
"Όλα τα ξέρω εγώ. Έχω τα χάρισμα να μαθαίνω τα πάντα. Είναι κληρονομικό. Το έχει πάρει κι η αγαπημένη μου εγγονή Φράτζιλ. Περιμένω πότε θα πεθάνει για να κουτσομπολεύουμε μαζί τους πεθαμένους", είπε ονειροπόλα η γιαγιά Λούλα.
"Λοιπόν;", ρώτησε ο Ντάμιεν που έχανε σιγά-σιγά την υπομονή του, ενώ οι άλλοι κοιτούσαν έκπληκτοι
"Έτσι εξηγείται..", ψιθύρισε η Βάμπυ στον Κανονάκη.
«Πάτε όλο ίσια, φτάνετε στο λάκκο με τα φίδια, στρίβετε αριστερά στη φωλιά του δράκου, ανεβαίνετε το λόφο με τις μούμιες, και αν δεν σας φάνε οι βρικόλακες που φυλάνε την είσοδο, είστε στις φυλακές. Εκεί μάλλον θα χρειαστεί να νικήσετε την παντοδύναμη και μοχθηρή Μπέλα, και είστε οκ. Α, ξέχασα να αναφέρω ότι μπορεί να συναντήστε και καμιά φρουρά με τον τρομερό Ντάρκι στην πορεία, αλλά μην πτοήστε, δεν βασανίζει ποτέ τους εχθρούς, τους κόβει απλά τη γλώσσα και τα πόδια.»
«Α μάλιστα...» ακόμα και ο Ντάμιεν φάνηκε να αποθαρρύνεται λίγο, πράγμα που δεν διέφυγε από το αετίσιο μάτι την Λούλας, η οποία χαρούμενη γύρισε και του είπε:
«Μην στεναχωριέστε, είμαι σίγουρη ότι η εγγόνα μου θα διαδώσει σε όλους ότι πέσατε στη μάχη για καλό σκοπό. Οι άδειοι τάφοι σας θα γίνουν τουριστικά θέρετρα και θα γίνεται διάσημοι(μετά θάνατον βέβαια)»
«Χαρούμενη προοπτική» σκέφτηκε η Βάμπυ…
"Αν είναι σίγουρο ότι θα πεθάνουμε, θέλω πρώτα να εκπληρώσω την τελευταία μου επιθυμία. Ένα φαντασμαγορικό σόου με τις επιτυχίες μου, μπροστά στο κοινό μου", είπε απογοητευμένος ο Κανονάκης.
"Αν κάνεις το σόου μπροστά στους βρικόλακες, δεν θα πεθάνουμε", είπε ο Ντάμιεν.
"Δηλαδή;"
"Άστο. Λοιπόν, θα κοιμηθούμε εδώ να ξεκουραστούμε κι αύριο θα ξεκινήσουμε για τις φυλακές, να πω δυο λογάκια σ' αυτή την Μπέλα", είπε μοχθηρά η Βάμπι.
"Καλά λες. Κυρία Λούλα, παρακαλώ να μείνει μυστική η παραμονή μας.", είπε ο Ντάμιεν προτού κοιμηθεί.
Όμως, για κακή τύχη της παρέας, η Πορσελαντολούλα δεν φάνηκε να προσέχει τα τελευταία λόγια, κι η ακατανίκητη θέλησή της για κουτσομπολιό, την οδήγησε να βγει το βράδυ και να ενημερώσει το χωριό για την ύπαρξη των επισκεπτών. Κι έτσι, οι φίλοι μας βρέθηκαν την επόμενη μέρα να ξυπνάνε δεμένοι σε στύλους στην πλατεία του χωριού, ενώ οι νεκροί κάτοικοι βρίσκονταν μπροστά τους οπλισμένοι.

Κεφάλαιο 7

Με την αυστηρή (δια ροπάλου και φωνής) καθοδήγηση της σοφής μάγισσας οι ήρωες μας μυήθηκαν στα μυστικά των τεχνών της. Όσοι δηλαδή μπορούσαν να μυηθούν, δηλαδή κυρίως το τσουκάλι και ο Ντάμιεν. Το μόνο που έμαθε εν τέλει ο Κανονάκης ήταν μάλλον να συγκρατεί κάπως την αγριοφωνάρα του, και αυτό μόνο μετά την απειλή της Ανθής να τον μεταμορφώσει σε κωφάλαλο χαμστεράκι.
Εκτός των άλλων η μάγισσα τους συμβούλεψε να πάνε στο μέγα ιερέα Άνδρο για να καταφέρουν να κατέβουν στον κάτω κόσμο. Έτσι, οι ήρωές μας ξεκίνησαν με όπλα τους το μυαλό, τη δύναμη, τη φωνή τους και κάποια γλυκά για τον δρόμο, για να πάνε στο εκκλησάκι του Άνδρο.
Κι ενώ προχωρούσαν αγέρωχοι, ούτε που φανταζόντουσαν ότι η κακιά μάγισσα Αρριάνα μαζί με την ακόμα πιο κακιά νυχτερίδα της Ρέα, τους παρακολουθούσαν από τον μαγικό τους καθρέφτη.
"Κοίτα πως έχει ντυθεί αυτό το λέσο, το Τσουκάλι!", σχολίασε περιφρονητικά η Ρέα.
"Ρέα, μας βρήκε συμφορά. Αυτοί οι τρισάθλιοι πηγαίνουν στον μέγα ιερέα- μάγο- γκουρού Άνδρο! Και ξέρεις τι θέλουν;"
"Δεν με αφορά τι θέλουν", είπε αδιάφορα η Ρέα. "Απλά τους θέλω dead."
"Θέλουν να φέρουν την στριμμένη πριγκίπισσα πίσω στον κόσμο των ζωντανών!"
"Τι; Δεν μπορεί! Τα χάπια μου!", τσίριξε η Ρέα.
Η Αρριάνα έδωσε στην Ρέα λίγα χάπια νυχτερίδας κι ετοιμάστηκε να επικοινωνήσει με την κλειδοκράτορα των φυλακών του κάτω κόσμου, την Μπέλα.

***

Εκείνη την ώρα φτάνανε οι τρεις σωτήρες (σημείωση συγγραφέων: γκουχ γκουχ) στο ξωκλήσι του τρομερού Άνδρο. Μπαίνοντας μέσα αντικρίσανε τον ιερέα σκυμμένο πάνω από αρχαίους παπύρους να μουρμουράει ακατανόητα λόγια (ένα έμπειρο αυτί θα διέκρινε τα λόγια από ένα πρόσφατο σουξέ αλλά από μακριά ακούγονταν τρομακτικά).
Ο Άνδρο σήκωσε το βαρύ κεφάλι του, και κοίταξε επίμονα την τριάδα. Το βλέμμα του έμεινε λίγο παραπάνω στο Τσουκάλι που χάζευε με γνήσιο ενδιαφέρον τις τοιχογραφίες.
"Καταλαβαίνεις τα ιερογλυφικά;" τη ρώτησε.
Αυτή έγνεψε κοκκινίζοντας και τότε γεννήθηκε μια σπίθα κατανόησης και γνήσιας αγάπης μεταξύ τους.
"Τι ζητάει στο φτωχικό μου μια τόσο ωραία ύπαρξη;", ρώτησε ο Άνδρο χωρίς να προσέξει τον Ντάμιεν και τον Κανονάκη.
"Γιιιιιιχααααα! Θέλουμε να πάμε στον κάτω κόσμο!", φώναξε ενθουσιασμένος ο Ντάμιεν.
"Σκάσε εσύ, την ωραία ύπαρξη ρώτησε", διευκρίνισε το Τσουκάλι. "Λοιπόν, θέλουμε να πάμε στον κάτω κόσμο."
"Χμμ... Αυτό είναι κάτι πολύπλοκο και δύσκολο!", μουρμούρισε σκεπτικός ο Άνδρο. "Δεν μπορώ να σας βοηθήσω. Εκτός κι αν..."
"Εκτός κι αν σου αφιερώσω ένα τραγούδι;" , πρότεινε όλο ελπίδα ο Κανονάκης.
"Φυσικά κι όχι. Αλλά θα σας βοηθήσω αν μείνει εδώ να μου κάνει παρέα στις δύσκολες στιγμές το Τσουκάλι.
Τι λε ρε φίλε; Μήπως θες και τίποτα άλλο?" άρχισε να φωνάζει ο Ντάμιεν. ¨Τι θα κάνουμε εμείς απροστάτευτοι κει κάτω? Με ξύλο μόνο και τραγουδάκια θα τη βγάλουμε; Έχουμε τελειώσει!"
Το Τσουκάλι τη κρίσιμη τούτη ώρα αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στη γενναία καρδιά που δεν την άφηνε να παρατήσει τους συντρόφους, και την αληθινή της φύση (πάντα ήθελε καλλιεργεί μαρούλια κάνοντας φιλοσοφικές συζητήσεις με έναν άντρα που να μην είναι ηλίθιος όπως όλοι) (σημ. συγγ: αυτό είναι μια καθαρά φεμινιστική άποψη που δεν στέκει)
Τότε μίλησε ο Άνδρο:
"Σε αντάλλαγμα θα πάρετε την Βάμπι!!!! Είναι ένα τζίνι φυλακισμένο για χρόνια, πολεμοχαρές αλλά με καλή καρδιά κατά βάθος".
Και πρόσθεσε πιο χαμηλόφωνα: "και πολύ εμφανίσιμη".
Το τελευταίο επιχείρημα μάλλον έπεισε τον Ντάμιεν, ο οποίος ξαφνικά ξέχασε το τσουκάλι, το μάτι του έλαμψε και ζήτησε αμέσως να περάσει από οντισιόν το τζίνι. Ο Ντάμιεν βούτηξε άπληστα το σκονισμένο λυχνάρι και το έτριψε. Και τότε ξεπρόβαλλε από αυτό η φιγούρα ενός εντυπωσιακού θηλυκού τζίνι, της Βάμπι. Ο Ντάμιεν δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του.
"Θα με ελευθερώσετε επιτέλους από αυτό το ηλίθιο λυχνάρι ή θα αρχίσω να ρίχνω μπουνίδια;", βροντοφώναξε με έντονη θηλυκότητα η Βάμπι.
"Φυσικά και θα σε ελευθερώσουμε!"
"Περίμενε. Θα κάνω κάτι καλύτερο. Θα της κάνω ένα μυστικό ξόρκι, το οποίο όχι μόνο θα την ελευθερώσει, αλλά θα τις δώσει και σάρκα και οστά!", είπε ο Άνδρο.
Ο Ντάμιεν ένιωσε μια πρωτόγνωρη χαρά και κοίταξε πονηρά την Βάμπι.
"Ούτε να το σκέφτεσαι, σαχλολίγουρα!", είπε η Βάμπι, κι η χαρά του Ντάμιεν κόπηκε μαχαίρι.
"Και τώρα παρακαλώ να αποσυρθείτε, για να κάνω τα μυστικά ξόρκια", είπε ήρεμα ο Άνδρο.
Σε λίγη ώρα όλα ήταν έτοιμα για να κατέβει η νεοσύστατη τριάδα στον κάτω κόσμο. Ο Άνδρο έχοντας στο πλάι του το τσουκάλι να τον κοιτάζει τρυφερά ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό και άρχισε την επίκληση του:
"Ω άντμινς του κόσμου τούτου που κυριαρχείτε στα τόπικς και εξουσιάζετε τα ποστς, βάλτε την δύναμη που σας δίνει η θέση σας να βοηθήσει στο έργο τούτων των νέων! Εσύ Φλάσυ, με τη δύναμη του κεραυνού σπάσε τα σύνορα μεταξύ των κόσμων. Και συ Ρίπερ με το αετίσιο σου μάτι στείλε τους στο σωστό μέρος. Και συ Σάιμποτ πρόσεχε μην τους καταπλακώσει το σπάμ των κακών μυαλών. Έντερ !"
Και μ' αυτή τη λέξη, η γη άρχισε να ταρακουνιέται, και μια μεγάλη τρύπα άνοιξε κάτω από τους τρεις ήρωες. Αυτοί άρχισαν να πέφτουν στο σκοτάδι, χωρίς να φαντάζονται τι τους περίμενε εκεί κάτω…

Κεφάλαιο 6

Κεφάλαιο 6

Ο Ντάμιεν, ενθουσιασμένος με το πολυμήχανο μυαλό του, πλησίασε τον Κανονάκη και του έκανε ευγενικά νόημα να σωπάσει.
"Τι θέλεις Ντάμιεν; Πρέπει να είναι κάτι συγκλονιστικό, ώστε να διακόπτεις την άριά μου!
Μου προτείνεις να κάνω άλμπουμ η θες απλά αυτόγραφο, φτωχέ θνητέ;"
"Σου προτείνω κατι καλύτερο! Να σπείρεις την τέχνη σου στα άκρα του κόσμου τούτου και ακόμα παραπέρα! Σου προτείνω να γίνεις ο γενναίος βάρδος της εκσταρτείας για να σώσουμε την πριγκίπισσα!"
"Χμμμμ...δεν ακούεγται άσχημο! Το όνομα μου θα χαραχτεί στην πετρα μαζί με το έπος που θα συνθέσω και θα μείνει αθάνατο"
"Όχι πως θα ξεχνιόταν ούτως ή άλλως, τέτοιο κακό που έκανες στην τέχνη!" συμπλήρωσε το Τσουκάλι, αλλά έφαγε μια σκουντιά από τον Ντάμιεν και σώπασε
"Ωραία, πάμε να κόψουμε κεφάλια τώρα!", αναφώνησε ο Ντάμιεν αγριεμένος.
"Περιμένετε, χρειάζομαι ένα όπλο." παρατήρησε ο Κανονάκης.
"Ένα φίμωτρο χρειάζεσαι βασικά", μουρμούρησε το Τσουκάλι.Ο Ντάμιεν όμως την σκούντηξε, κι αυτή είπε αμέσως: "Λοιπόν. Έχω μια ιδέα! Να περάσουμε λίγο από την σοφή Ανθή, να σας μάθει κανένα μαγικό κόλπο, μήπως και γλιτώσουμε τα γιαούρτια.."
"Και πάψε να με σκουντάς Ντάμιεν!!!Ξέρω οτι θες να παίξεις ξύλο, αλλά δεν είμαι σάκος του μποξ!Βάρα τον ποιητή μας αν δεν κρατιέσαι καθόλου πια, σου δίνω το ελεύθερο!Πρόσεξε όμως μην χάσει την φωνή του, γιατί μετά θα μας φάνε λάχανο οι υπόγειοι!!!"
Έτσι το ετερόκλιτο τριο πήρε τα όρη και τα βουνά να φτάσει στο (τι άλλο?) Κάστρο της μεγάλης και σοφής μάγισσας Ανθής. Οι γέροι του χωριού έλεγαν οτι ζει εδώ και τόσα χρόνια που θυμάται τις εποχές που δεν υπήρχαν ακόμα τα μαρούλια. Τόσους αιώνες μαζεύει τη σοφία της σε τεφτέρια και τη μοιράζεται μόνο με εκλεκτούς που κερδίζουν την εμπιστοσύνη της( ή της σκάνε μια καλή αμοιβή).
Οι τρεις μας ήρωες μπήκανε στο κάστρο. Βρήκανε την Ανθή να κάνει γιόγκα στο σαλόνι.
"Παιδιά, μην φωνάξετε, είναι πολύ ήρεμη!", είπε το Τσουκάλι.
"Στην Αφρική θα πάααω με τους Μασάααϊ, που ειλικρινάα κανείς τους δεν μασάααει!" ακούστηκε τότε μια απαίσια κραυγή.
Τα βάζα ράγισαν κι έσπασαν, κι η Ανθή τινάχτηκε πάνω, βρισκόμενη σε κατάσταση πανικού.
"ΚΑΤΕΡΙΝΑΑΑΑ! ΕΛΑ ΕΔΩ ΑΜΕΣΩΣ!"
"ΚΑΤΕΡΙΝΑ, μάζεψε αμέσως τα πολύτιμα και φέυγουμε απο δω!Δαίμονες μπήκαν στο κάστρο μας, που όμοιους τους δεν έχω ξαναδεί!"
"Στο λεγα πως ήταν καλό όπλο ο Κανονάκης" έγνεψε ο Ντάμιεν στο Τσουκάλι
Το τσουκάλι εν τω μεταξύ, αφού πλησίασε την Ανθή, έκανε μια βαθεία υπόκλιση και σε έναν λόγο 2 ωρών που χάριν συτνομίας θα παραλείψουμε της διηγήθηκε την ιστορία τους.
Αφού τελείωσε και ο Ντάμιεν ξερόβηξε για να ξυπνήσει την μάγισσα, εκείνη σήκωσε αργά το βλέμμα της και είπε με περφιφρόνηση:
"Και ποιοι είστε εσείς, που θα μοιραστώ την σοφία μου μαζί σας;"
Το Τσουκάλι πήγε να αναλυθεί και πάλι σε πολύωρη ομιλία ,αλλά την διέκοψε ο Ντάμιεν.
"Κοιτα μανδάμ,ρευστό δεν διαθέτουμε.Αλλά άμα θες βάλε μας καμια δουλειά να σου αποδεξουμε την αξία μας. "
"Χμμ, ας είναι", είπε η Ανθή σκεπτική. "Η πρώτη σας αποστολή είναι να πάτε να βρείτε την αναθεματισμένη μου υπηρέτρια, την Κατερίνα, και να την φέρετε εδώ."
"Καλώς, αξιότιμη Ανθή, αλλά μήπως μπορείτε να μας δώσετε ένα hint;", ρώτησε το Τσουκάλι.
"Ναι. Βασικά, η Κατερίνα έχει ψώνιο με το τραγούδι." έκανε με δραματικό ύφος η μάγισσα.
"Χα! Έυκολο! Το μουσικό μου αφτί ήδη πιάνει έναν μελωδικό ήχο τραγουδιού από το υπόγειο."
"Α, εγώ νόμιζα ότι οι ήχοι αυτοί ερχόντουσαν από το άτομο που χρησιμοποιούσε την τουαλέτα..", είπε ο Ντάμιεν απορρημένος.
Ο Κανονάκης δεν τον είχε ακούσει, κι άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες για το υπόγειο, ενώ λικνιζόταν στους ρυθμούς ενός μαρουλοχίτ.
Και τότε, στο τελυταίο σκαλί, ήταν που ένιωσε το βέλος του Έρωτα να του τρυπάει τη καρδιά. Μια όμορφη κοπλελίτσα, σιγοτραγουδούσε(για τα δεδομένα του Κανονάκαη πάντα, οι υπόλοιποι επέμεναν οτι έσκουζε) και λικνίζονταν μπροστά από ενα καθρέφτη παριστάνοτας την διάσημη μαρουλοτραγουδίστρια Σακίρω.Ο0 χρόνος για τον Κανονάκη σταμτάτησε καθώς τα μάτια του συναντήθηκαν με τα μάτια της Κατερίνας. Με αργά βήματα την πλησίασε, πήρε ένα φανατστικό μικρόφωνο στο χέρι και συμπλήρωσε το τελευταίο κουπλέ του χιτ που μόλις τραγουδούσε.
Η Κατερίνα βούρκωσε από τη συγκίνηση και έπεσε την αγκαλιά του, ξέροντας οτι επιτέλους βρήκε την αδελφή ψυχή της και το λιμάνι της.Ο Ντάμιεν που κατέβηκε αμέσως μετά, και είδε την παθιασμένη αγκαλιά τους δεν βρήκε παρά να σχολιάσει:
"Ωραία τη βρήκαμε?Φόρτωσ'τη και φύγαμε."
Δυστυχώς ο Ντάμιεν, πλήρωσε την κακία του με το να αναγκαστεί να ακούει δολοφονίες τραγουδιών στην διάρκεια όλης της διαδρομής προς το σαλόνι.
Το μαρτύριο όμως δεν τέλειωσε όταν έφτασαν στο σαλόνι. Ο Κανονάκης κι η Κατερίνα είχαν παθιαστεί να τραγουδάνε ολόκληρο το τελευταίο άλμπουμ της Σακίρως, εμπλουτίζοντας τις ερμηνείες τους με εντυπωσιακά χορευτικά, προκαλώντας έτσι την καταστροφή των επίπλων.
"ΚΑΝΤΕ ΤΟΥΣ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ!!" ούρλιαξε απεγνωσμένα η Ανθή.
Τότε το Τσουκάλι γύρισε προς τον Ντάμιεν και του έγνεψε
" Πάνω τους!"
Με δυο σάλτο και τρεις κλωτσιές στον αέρα, ο μεγάλος καρατέκα έφτασε κοντά στον Κανονάκη και και τον μπούκωσε με το πλησιέστερο κηροπήγιο, ενώ η Κατερίνα απο το ξάφνιασμα είχε χάσει τη λαλιά της, και όταν ξεπέρασε το πρώτο σοκ, άρχισε απεγνωσμένα να βοηθάει τον νεοαποκτημένο έρωτα της να ξεφορτωθεί το κηροπήγιο χωρίς να χάσει κανένα δόντι.
"Μου αποδείξατε πόσο άξιοι είστε, ας είναι" συμπέρανε η γριά μάγισσα.
"Θα σας διδάξω λοιπόν μερικά πράγματα, (να γελάσω και γω με την αταλαντοσύνη σας, εχω βαρεθεί την μεγαλοφυϊα μου τόσα χρόνια". "Αρχίζουμε!"